Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐς τὴν ὕλην

См. также в других словарях:

  • вещьство — ВЕЩЬСТВ|О (22), А с. 1.Вещество, материя: телеса чювествьна˫а си˫а и видiма˫а. по вещьствоу оубо не тлѣють. пребывають си˫а видима и присно не тлѣема. по ѡбразоу токмо растлѣвають. пакы въобразити(с) томоу же вещьствоу гл҃ть. лоучшiи ѡбразъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

  • γραμματεία — Στη γενική της έννοια γ. ενός έθνους είναι το σύνολο των γραπτών μνημείων, ακόμα και εκείνα που αναφέρονται στον ιδιωτικό βίο. Στη στενότερη έννοια, γ. είναι οι ανώτερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής του έθνους, τόσο στις επιστήμες όσο και στη… …   Dictionary of Greek

  • σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • PESSINUS — untis, vulgo Possene Theveto, urbs Galatiae in Phrygiae magnae confinio cui adscribitur a Livio, sub Agdisti monte, in quo Atys tumulatus creditur, teste Pausaniâ in Atticis, ad confluentes Galli fluv. in Sangarium, vix 50. mill. pass. ab Ancyra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σύνολος — ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, όλη, ον, Α [ὅλος] 1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.) 2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ …   Dictionary of Greek

  • обьщиньнѣ — (1*) В неотделанной форме, обобщенно: нонеже и хытры˫а ѥже общиньнѣ и негладъцѣ и. и зѣло хытровъ аще нѣ на кое дѣло ѹстроенье ѹготоваѥть (τεχνίτου τὸ περὶ τὴν ὕλην τέως ἄτακτον καὶ ἀνώμαλον) ГБ XIV, 105в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • пожизати — ПОЖИЗА|ТИ (3*), Ю, ѤТЬ гл. 1.То же, что пожигати в 1 знач. Образн.: не прикасаисѧ ѥи косновениѥмь. вънимаи огневи приближаѥшисѧ. сквьрнѹ позизающемѹ [так!]. (τὴν ὕλην δαπανῶντι!) СбТр XII/XIII, 176; не терьплю бо видѣти твоѥ˫а красоты без ѹма… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»